- κλωθογύρισμα
- το [κλωθογυρίζώ]1. στριφογύρισμα2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλωθογύρισμα — το, ατος 1. στριφογύρισμα. 2. ερωτική πολιορκία. 3. μασημένα λόγια, προσπάθεια αποφυγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλώσμα — το (AM κλῶσμα) [κλώθω] 1. κλωστή, νήμα 2. κλώση νεοελλ. 1. στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα 2. ναυτ. το νήμα που προκύπτει από τη συστροφή τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο κατόπιν συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την κατασκευή τού… … Dictionary of Greek